πλεκτάνη

πλεκτάνη
η, ΝΜΑ
μτφ. μηχανορραφία, παγίδα, ενέδρα
νεοελλ.
ναυτ. είδος πλέγματος από κλώσματα σχοινιού με μορφή κορδονιού που περιβάλλει τον άξονα τής έλικας τού πλοίου στο σημείο εξόδου του από το σκάφος με σκοπό να εμποδίζει την εισροή τού νερού προς το πλοίο, κν. σαλαμάστρα
αρχ.
1. καθετί το οποίο συμπλέκεται ή συστρέφεται γύρω από κάτι άλλο, πλόκαμος, σπείρα
2. το πλέγμα τών φλεβών
3. πληθ. αἱ πλεκτάναι
α) ιατρ. μαστοειδής απόφυση τής μήτρας
β) τα πλοκάμια τού χταποδιού, τής σουπιάς, τού ναυτίλου κ.λπ.
γ) οι κεραίες τής καρίδας, τής γαρίδας
δ) ο ιστός τής αράχνης
ε) οι φαλλόπειοι σωλήνες
4. μτφ. α) (για τον καπνό) στροφή
β) σίφων*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεκτός + επίθημα -άνη (πρβλ. βοτός: βοτάνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλεκτάνη — anything twined fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτάνῃ — πλεκτάνη anything twined fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτάνη — η 1. πλεχτή θηλιά, δίχτυ. 2. μτφ., δόλος, μηχανορραφία, παγίδα: Του στήσανε πλεκτάνη. – Έπεσε στην πλεκτάνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεκτάναι — πλεκτάνη anything twined fem nom/voc pl πλεκτάνᾱͅ , πλεκτάνη anything twined fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτανέων — πλεκτάνη anything twined fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτανῶν — πλεκτάνη anything twined fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτάναις — πλεκτάνη anything twined fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτάναισι — πλεκτάνη anything twined fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτάνην — πλεκτάνη anything twined fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτάνης — πλεκτάνη anything twined fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”